σκολοπένδρειος

σκολοπένδρειος
-εία, -ον, θηλ. και -ος, Α [σκολόπενδρα]
1. πιθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκολόπενδρα
2. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκολοπένδρειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπενδρείοιο — σκολοπένδρειος of masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”